Πέμπτη 6 Απριλίου 2023

Διγενής Ακρίτας - β' - η Επιστροφή

 Σε συνέχεια του : https://kamararc.blogspot.com/2018/05/blog-post.html

Ήτανε μέρα λαμπερή ήτανε Μάη μέρα
Που η φύση χαμογέλαγε απ άκρη πέρα ως πέρα
Κι απά στη θάλη του καιρού στου έρωτα την ώρα
Κούρος τρανός γεννήθηκε κει στην πανώρια χώρα
Αντρειοσύνης γέννημα της ομορφιάς η χάρη
Που έμελλε για να γενεί πανώριο παλληκάρι

Ήτανε γιος του Διγενή χίλιες ψυχές αντάμα
Ήτανε της Λιογέννητης της ομορφιάς το θάμα
Στους αντρειωμένους η γητειά στη χώρα το καμάρι
Στην πονεμένη μάνα του το νιο μαργαριτάρι
Πέψαν πουλιά σ’ ανατολή πέψαν πουλιά σε Δύση
Του αντρειωμένου τη γενιά ο κόσμος να γρικήσει
Κι ο κόσμος αναθάρρησε κι η γης αντρειώθη πάλι
Γιατί ‘ρθε νέος αητός στης αδικιάς τη ζάλη

Κι όπως εδιάβαινε ο καιρός στου κύκλου το αλώνι
Οι αντρειωμένοι νιώθανε πως πια δεν είναι μόνοι
Ολημερίς τον μάθαιναν άρματα και αντρεία
Κι αποβραδίς η μάνα του της αρετής τη χρεία
Και σαν αυγερινός τη γης που λάμπει και προσέχει
Έτσι σπουδάσαν όλοι τους χαρίσματα να έχει

Και σα μεγάλωσε ο γιος σε χρόνους δεκαέξι
Φορές δε θε να πολεμεί ή άλλο να γυρέψει
Κι ήταν φορές που τράβαγε κατά που δύει ο ήλιος
Και του εμίλαε μοναχός σα μπιστικός σα φίλος
Ήλιε που πας καθημερνά πέρα απ της γης το σκάμμα
Πες μου που είναι ο γονιός και θα σου κάνω τάμα
Αν τέλεψε ο πόλεμος αν οι θεοί γιαγέρνουν
Αν έρχονται και το γονιό σα νικητή μου φέρνουν

Ούτε και το Ελληνόπουλο που ήταν πιο σιμά του
Δε βάστα αλήθεια να του πει να μην πονεί η καρδιά του
Τούτο μονάχα θα σου πω του ‘πε να το κατέχεις
Ξέρω τον πόνο τον τρανό που στην ψυχή σου έχεις
Λείπει ο πρώτος μας και μας και μεις τονε πονάμε
Μα ‘μαστε δίπλα σου εδώ και θα τον καρτεράμε
Και μιαν ημέρα θα τον δεις στου ήλιου το μονοπάτι
Να επιστρέφει νικητής πα σε πανώριο άτι
Γι άνθρωπος να ναι για θεός ατός του θα γυρίσει
Για να σε δει να σε χαρεί το γιο του να γνωρίσει
Γι αυτό μη θλίβεσαι αητέ μη γέρνεις τα φτερά σου
Μα την αντρεία να γρικάς κι η αρετή χαρά σου

Χρόνοι περάσαν άλλοι δυο κι εκράτα το βασίλειο
Ονομαστό και ξακουστό όμορφο σαν τον ήλιο
Κι όπου βαστούσαν πόλεμοι ήταν μακριά κι εκείθε
Και δεν τολμούσανε κοντά με την αντρειά που είχε
Για κάθε τόσο έβγαινε να πα να πολεμήσει
Όπου εχθρούς και αδικιά στον κόσμο είχε γρικήσει
Κι ήταν μπροστά ο Δυνατός ανίκητος γενναίος
Όντας στον κόσμο ξακουστός του Διγενή το κλέος
Κι ήταν φορές που μάνιζε τη γης να την παιδέψει
Γιατί δεν είχε άλλο πλιο απ’ τους θεούς γυρέψει
Μα να γυρίσει ο γονιός της γης ο αντρειωμένος
Για να σιγάσει το θυμό τον πόνο και το μένος

Και σαν περνούσε ο καιρός κι έστεκε το βασίλειο
Ξεχωριστό και θαλερό σ’ όλα υπό τον ήλιο
Ξάφνου μια μέρα μαγική που όλα τραγουδούσαν
Και τα πουλιά και τα θεριά τα χρώματα υμνούσαν
Ακούστηκε αχός μακρύς στου ήλιου το μονοπάτι
Κι από μακριά ‘ταν σα νεφί κι από μακριά σαν άτι
Κι όλη η γης εσάστισε τι είναι τι γιαγέρνει
Μ’ οχλαβοή και σάλπιγγες τι άραγε να φέρνει
Σα λύρα που ροβόλαγε από θεών το διώμα
Σαν καλπασμός που σπούδαζε με βιάση άγριο χώμα
Πάψαν οι πόλεμοι στη γης κι όλοι αναντρανίζουν
Να δουν το θάμα των καιρών στέκονται και σαστίζουν

Κι αγάλια αγάλια η θωριά δείχνει θεό σε άτι
Ολόλευκο και λαμπερό που χε αστραπής το μάτι
Κι απά ωριός πολεμιστής Απόλλωνας και Άρης
Που ήταν άγριας ομορφιάς που ήταν μεγάλης χάρης
Κι ήταν φορές που έδειχνε στον ουρανό να τρέχει
Κι άλλες πως έσκιζε τη γης και βια μεγάλη έχει
Κι όπως ερχόταν στο νοτιά ίσια για το βασίλειο
Οι αντρειωμένοι τάχτηκαν σα να θωρούν τον ήλιο
Και μπρος τους μπήκε ο Δυνατός και φόβο δεν κατέχει
Μια σαστιμάρα στην καρδιά και στην ψυχή του έχει
Κι ακούν φωνή παλληκαριού κι ακούν θεού αντάρα
Που είναι γνώριμη θαρρείς που τη γνωρίζουν άρα
Οι αντρειωμένοι λίγωσαν και η ψυχή ραγίζει
Ατός του είναι ο αητός, ο Διγενής γυρίζει

Πέσαν τα όπλα τους στη γης και τη θωριά γυρίζουν
Μήνα θεοί τους ξεγελούν και τα μυαλά ανεμίζουν
Κι έσωσε το αερικό με χάρη ξεπεζεύει
Πιάνει φιλεί τους φίλους του και τη μιλιά γυρεύει
Τους λέει αδέρφια γύρισε μ’ αερικό η ψυχή μου
Γιατί έτσι θέλουν οι θεοί να ‘ναι πλιό το κορμί μου
Κι αυτοί περιλαμπάνε τον κι αυτοί τονε φιλιούνε
Θαμάζοντας πως οι ψυχές σαν σε θεοί γινούνε

Δίπλα του στέργει ο Δυνατός κι αμίλητος εθώρει
Τα ανάστημα το πλουμιστό σαν τα πανώρια όρη
Κι όσο λιγώνει η ψυχή να τονε αγκαλιάσει
Τόσο φοβάται το κορμί ένα θεό να πιάσει
Τα χέρια ανοίγει ο Διγενής του λέει κοίταξέ με
Κι αν παρομοιάζω με τα σε έλα κι αγκάλιασέ με
Για το θωρώ το γόνο μου πανώριο παληκάρι
Της ομορφιάς και της αντρειάς έχει όλη τη χάρη
Και αγκαλιάστηκε η γενιά και χάθηκε το δάκρυ
Για τη χαρά για τη γητειά στη γης απ άκρη σ άκρη

Κι απά σ αυτή την αγκαλιά χύθηκε κι η αγάπη
Σαν έτρεξε η Λιογέννητη κι απάνω τους εχάθη
Και όπως έλαμψε η γης και χαίρονταν η χώρα
Στήνουν τραγούδι οι δυνατοί το πρέπει για την ώρα
Κι έφτασε αυτό στα δώματα του Άδη που τρομάζει
Σαν οι θεοί το χαίρονταν κι αιώνια δεν αλλάζει
Ο κόσμος τούτος πάντα ζει ποτέ του δεν πεθαίνει
Όσο κρατεί την αρετή ποτέ της νικημένη…