Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Νέκυια

Κι αυτός ο χειμώνας κουβαλάει στις φλέβες του την Άνοιξη – ψιθύρισε
με θέρμη ένας ψίθυρος ονειρευτής σαν το άστρο του Αντάρη.
Την άνοιξη εκείνη την παράφορη που θα ξανάρθει για να λήξει τη διορία του σκοταδιού και του χειμώνα.
Η ομορφιά της θα θριαμβεύσει και πάλι σα θύμηση Μάη στεφανωμένου.
Θύμηση αιώνια και δυνατή σαν αυτή που λένε πως νικάει τον αληθινό θάνατο. Γιατί η ζωή φεύγει μπροστά μα τα λόγια και τα έργα μας μένουν εκεί. Σαν να μη μας γερνάει ο χρόνος τελικά, μα η αδύναμη ψυχή μας.

Ζούμε στην ψυχικά αδύναμη εποχή της βιασύνης. Ρυθμοί φρενήρεις κι εμείς βιαζόμαστε και τρέχουμε και το χειρότερο χωρίς καν να ξέρουμε που θέλουμε να φτάσουμε! Βιαζόμαστε κι ο θόρυβος της εκτροχιασμένης βιασύνης  αποσυντονίζει το ρυθμό μας. Γιατί με ρυθμό λένε γεννιέται η αρμονία της ζωής, όπως με τον ίδιο ρυθμό ζει κι αναγεννιέται η φύση γύρω μας. Μα εμείς στη δίνη του θορύβου που προκαλεί η βιασύνη κατακρεουργούμε τις μεμονωμένες φωνές και τους αυτόνομους ήχους. Τις δικές μας εντέλει φωνές και τη μουσική αρμονία της ξέχωρης ζωής του καθενός. 

Γι αυτό είναι φορές που χρειάζεται Σιγή.
Σαν τη σιγή μιας νύχτας σαγηνευτικής, που τρέφεται με πορφύρα ηρεμίας και μουσική γρύλων κι αστερισμών. Νύχτα που να μπορεί να διαβαίνει λεύτερος ο βαθυστόχαστος κουρσάρος των ψυχών, να σιγοκλείνει τα βλέφαρα με ηρεμία, αφήνοντας πίσω του τα λάφυρα μιας διάτονης πορείας γεμάτης με το κλέος της κατανίκησης του φόβου.
Του φόβου που χάνεται στην κάθε παρθένα λάμψη μιας έννοιας του στοχασμού στο ακάματο καμίνι του Νου. Και περισσότερο του έσχατου φόβου να αναγορευτεί κανείς απόκληρος από την αφόρητη συμβατικότητα της ζωής του.

Εκάς λοιπόν οι βέβηλοι και οι συμβατικοί!
Ας διαβούν οι μυημένοι. Ας διαβούν οι εκλεκτοί και όλων των εποχών οι αφανείς αγνοημένοι, γιατί οι εποχές δε χάθηκαν μα εμείς δε δώσαμε στον τροχό του ήλιου δύναμη, ώστε να κάνει τον κύκλο του στην ιστορία.
Ας διαβούν οι ξεχωριστοί σ΄αυτή τη Νέκυια για να ξανάρθει η άνοιξη και η ελπίδα.
Γιατί ελπίδα πραγματική σημαίνει να μπορείς να ψηλαφίσεις τα χρώματα της ζωής σου ευχαριστώντας τον ήλιο.
Γιατί μαζί της πίστη πραγματική σημαίνει να φροντίσεις το σπόρο των γενεών 
και των ιδεών τους, ώστε να γεννηθεί και να χαμογελάσει ο ανθός του καινούργιου 
σαν αντικρίσει τον ήλιο.
Γιατί μαζί τους αγάπη πραγματική σημαίνει να νιώσεις το άρωμα του τόπου και της ζωής σου γύρω σου, σε μια μαγική στιγμή ακίνητης αιωνιότητας.
Σε μια μαγική στιγμή ομορφιάς και αρμονίας.
Εκεί που δε θα χρειάζονται ανάλυση τα ανάλεκτά μας.
Εκεί που επιτέλους θα σταθούμε στις επάλξεις των περιεργειών μας.

Ας διαβεί λοιπόν περήφανος ονειρευτής Αντάρης.
Κι εκεί στην ιερή κι ολέθρια έκρηξη του ερυθρού γίγαντα, ας φανεί ένας καινούργιος κόσμος με την ιερότητα της ξεχωριστής άνοιξης που θα κομίζει.
Μιας άνοιξης που στο φως της οι νεότερες γενιές δε θα μυούνται πλέον στην εξειδίκευση της χαρακτηριστικής μας βαρβαρότητας.
Γενιές νέων αγωνιστών του κόσμου που πλέον θα κατακτούν εδάφη κι ορίζοντες της πανανθρώπινης διάστασης, ώστε μεσούντων των αιώνων να καταθέτουν στέφανο στον μέγα Άγνωστο φιλόσοφο κι όχι στον Άγνωστο στρατιώτη.
 
Στο νόστο και την προσμονή εκείνης της Άνοιξης, οι λεξιμάρτυρες των καιρών σε μια λευκή οθόνη του αχανούς διαδικτυακού γαλαξία θα προσπαθούν να βάζουν σ’ ευθείες το φως.
Ώσπου ν' αναφανεί και να ριζώσει το Μήνυμα.
Μήνυμα με φως και λόγο ξάστερο ελληνικό. Λόγο ελληνικό, γιατί τη μουσική του θα την αντιλαμβάνονται ακόμη κι αυτοί που δεν θα ξέρουν γήινες γλώσσες, αύριο.

Κι αν αύριο χαθούνε οι λέξεις κι αν αύριο χαθούμε κι εμείς, οι γρύλοι και οι πυγολαμπίδες θα εξακολουθούν να τραγουδάνε στη Νύχτα. Εκείνη τη σαγηνευτική που δεν θα υπόσχεται απλά μια νέα αυγή σε μια κανούργια Ημέρα, μα θα την εγγυάται.
Ως τότε, θα γητεύουμε τις ουτοπίες της Αλήθειας και της Ελευθερίας με φωτιά. 
Φωτιά με φλόγες αποκομμένες από τα έμπυρα μετέωρα των θεών.

Με σύμφωνα και φωνήεντα θα στοιχειώνονται συγκινήσεις του λόγου με αρμονία, με κάλλος και με ρυθμό συμπαντικό. Γιατί η παχύδερμη εποχή μας χρειάζεται καινούργιες συγκινήσεις ώστε να κρατήσει την ελπίδα ζωντανή. Χρέος είναι να σπέρνονται ολέθριες καινούργιες συγκινήσεις που θα ταράζουν την αναισθησία.
Περισσότερες από εκείνες που στην πυκνή ησυχία της πίσω οθόνης  απευθύνονται στο κοινό αυτό που δεν το συγκινούν οι κραυγές, οι υποδείξεις, οι εικόνες κι οι προβολές, αλλά το ουσιώδες και το διαρκές των εννοιών.
Εκείνο το ουσιώδες και το διαρκές που ζει αθόρυβα και τρέφεται από υποβλητικές 
σιωπές μέθεξης του στοχασμού.
Ας διαβούν λοιπόν οι μυημένοι!
Κι οι προβολείς της προβολής ας μην ταράξουν το προσκύνημά τους.

Φτάσαμε τελικά στις επάλξεις της περιέργειάς μας?
Σταθήκαμε μετέωροι στο χείλος?
Καιρός στα χείλη ν' ανθίσουν ψίθυροι ζωντανοί, σαν τάματα στο φως. 
Καιρός να χτίζουμε εμπειρίες, χωρίς να γκρεμίζουμε τα όνειρα βορά - θυσία στο Μορφέα.
Κάθε που ξημερώνει, θα ξημερώνουμε το θεριό μειδιώντας στη Μήδεια της ζωής, ταξιδεύοντας με τη γοητευτική νοσταλγία της επίγνωσης πως επιστρέφουμε κοντά της, 
όχι σαν σκλάβοι αξιοθρήνητοι, μα σαν περήφανοι κουρσάροι Πελασγοί …

Σ’ αυτή τη Νέκυια την ελληνική αλλάζουν οι κανόνες. 
Σ' αυτή τη Νέκυια πέρα και πάνω από το νόστο, τη μελαγχολική νοσταλγία και την τεθλιμμένη κάθαρση αναδύεται η πασίχαρη δυνατότητα της αναγέννησης 
Γιατί ο δρόμος για την Ιθάκη είναι μακρύς και απαιτεί να επιλέξουμε άμεσα και προσωπικά χωρίς υπεκφυγές και μεσολαβήσεις δήθεν ειδικών.
''Γιατί Νέκυια εντέλει σημαίνει να στοχαστείς τη ζωή και να την ζήσεις, όχι μισή, αλλά ολόκληρη ''(λέει ο λάκωνας στη Γκέμμα).

Κάθε άνοιξη θα πραγματώνει τη δικιά της Νέκυια, ώσπου η ανώνυμη δέσποινα του μύθου και των μυστηρίων να ορίσει τη δική της την ξέχωρη Άνοιξη, δημιουργικά παράφορη κι ολέθρια για κάθε ύβρη των καιρών…

Σημείωση για την κλασσική Νέκυια: 
[ Πυρός κρατερόν μένος αιθομένοιο δαμνά Ψυχή...
δ' ήυτ' όνειρος αποπταμένη πεπότηται - λ220 ]
που με αυτό τον απαράμιλλο τρόπο περιγράφει την Ψυχή
Στη Νέκυια της Οδύσσειας [Ραψωδία λ (και ω)] 
δεν ορίζεται και δη στωικά μόνον η νοσταλγία κι η ηθική κάθαρση την ώρα της τεθλιμμένης επαφής με το σκιώδες επέκεινα - όπως ισχυρίζονται οι πολλοί - 
αλλά πέρα και πάνω απ’ αυτά σημαίνεται θριαμβευτικά η δυνατότητα της ατομικής ή συλλογικής αναγέννησης στη βάση της άμεσης επιλογής ζωής στο σήμερα και το τώρα.
Το μέγα ατόπημα(?) βέβαια του Ομήρου είναι πως περιγράφει μόνον το σκιώδες του Άδη και όχι και το υπέρλαμπρο των Ηλυσίων κι αυτή η παρατήρηση / καταγγελία κάποτε 
θα αποτελεί τη θρυαλλίδα της αναζήτησης στη βάση του αν αυτή η παράλειψη είναι σκόπιμη ή μη…
Γιατί εδώ ο ημίθεος Αχιλλέας ομολογεί πως θα προτιμούσε να είναι άσημος άνθρωπος πλην ζωντανός, ενώ στην περίπτωση των Ηλυσίων πιθανόν να συνέβαινε το αντίθετο και σκοπός του ποιητή δεν είναι να διακόψει τον πηγαιμό για την Ιθάκη μα να τον ωθήσει...
Μιας Ιθάκης που παρότι ο Καζαντζάκης αντιλήφθηκε την ουτοπία της και την συνέχισε, 
δεν τόλμησε κι αυτός να την καθοδηγήσει προς τα Ηλύσια.
Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να ταυτίσει το άπειρο με τον κυματισμό ενός φωτονίου? 
Η απροσδιόριστη ουτοπία, η αλήθεια και η ελευθερία της είναι το πρόσωπο του ίδιου του Θεού όλων των αντιλήψεων έστω και αν δεν το γνωρίζουν…
Έτσι όπως ο πηγαιμός για την Ιθάκη δε σταματάει εδώ, το ίδιο και η Νέκυια της ζωής δε σταματάει στην ίδια τη ζωή, γιατί ζωή και θάνατος είναι οι δυο όψεις της ίδιας αθάνατης ψευδαίσθησης του γίγνεσθαι που αγωνίζεται να Είναι

Ηθικοπλαστικά όμως θα αναφέρεται με την ίδια χρεία που οι θρησκείες διαχρονικά αναφέρονται στις μάζες, ώσπου η ανθρωπότητα να πραγματώσει τη συνειδησιακή της υπέρβαση στα πρότυπα ίσως του αγωνιώδους πλατωνικού στοχασμού, που κι αυτός 
έμεινε ελλιπής υπό το δέος των αριθμών, πόσο δη των άρρητων εκείνων…
Η Νέκυια της Οδύσσειας - ένα από τα σημαντικότερα κείμενα που γράφτηκαν ποτέ -
μεταξύ άλλων ευθύνεται για το ότι ο τυφλός ποιητής παραμένει όμηρος των καιρών 
στη διάσταση που προείπαμε, ώσπου η ανθρώπινη διανόηση να τον λυτρώσει προσεγγίζοντας την άλλη όψη των πραγμάτων... 
                   

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Ο Χαλασμός της Ρωμηοσύνης

Μάρτης του 1826. Στις καστροπολιτείες του Μοριά το αποχείμονο βαραίνει τη νύχτα πιότερο απ’ το σκοτάδι.Που και που κανά κλεφτοφάναρο θαμπίζει στα χαμόσπιτα ή τρογύρω στα καραούλια των καπεταναίων.

Στην απογιούρα της νυχτιάς μια σκιά αχνοφεγγίζει στην πετροτειχιά του φτωχικού του Δημάκη. Σιμώνει το παραθύρι και χτυπάει τρεις φορές συνθηματικά κι ύστερα σούρνεται κατά τη χαμόπορτα που ανοίγει και ξανακλείνει βιαστικά.  
- Ήρθες γιέ μου? ρωτάει η γριά και παίρνει την κάπα από το νυχτερινό μουσαφίρη.
- Ήρθα μάνα - αποκρίνεται.Για λίγο θα σταθώ και θα πάω στο θέλημά μου.
- Στάσου να πάρεις μια μπουκιά να κρατηθείς τόσο δρόμο απ’ το βουνό κι ύστερα πας Κωσταντή μου, αντικραίνει με γλυκιά παραπονεμένη φωνή η γερόντισα μάνα.
- Μη σκοτίζεσαι μάνα, δύναμή μου είναι η θωριά σου κι ο γδικιωμός που έρχομαι να τάζω στον πατέρα, αποκρίνεται ο κλέφτης και τα μάτια του αστράφτουν στην αναλαμπή του τζακιού πιότερο απ’ τ’άρματα που έχει ζωστεί κάτω απ’ τη χιονισμένη κάπα.
Σηκώνεται την ασπάζεται κι έτσι όπως ήρθε σαν αερικό βγαίνει και ξαναχάνεται στη νύχτα.

Έκοψε κατά τη λάκα του Σίμου χαμηλότερα εκεί που ήταν το νεκροταφείο. Πλησιάζει, κοντοστέκεται και σαν αρπαχτικό της νύχτας κοιτάζει ολόγυρα. Δεν είδε τίποτα και με γρήγορες δρασκελιές γνωρίζοντας τον τόπο και τα πατήματα φτάνει στο μνήμα του καπετάν Δημάκη. Σκύβει ν’ ανοίξει το μικρό εικονοστάσι με το καντηλάκι και βλέποντάς το αναμμένο αναπετάγεται και κουρνιάζει στα ξεροχόρταρα κοιτώντας και πάλι τρογύρω.
Δε σειέται τίποτα, ώσπου σηκώνοντας να δει καλύτερα μια άλλη σκιά πηδάει στον περίβολο βλέποντάς τον κι ακούγονται μέσα στη νύχτα τ' άρματά της.
Τρέχει αντίθετα ο Κωσταντής και βιαστικά χάνεται τραβώντας για το λημέρι του στο βουνό, την ίδια ώρα που αντίθετα έτρεξε και κρύφτηκε ο άγνωστος επισκέπτης.
Σε λίγη ώρα κι αφού σιγουρεύτηκε πως ο Κωσταντής απομακρύνθηκε, ξανασίμωσε στη λάκα κι έφτασε κοντά γονατίζοντας κι αυτός στο μνήμα του Δημάκη.
- Μπιστικός σου θα ‘τανε γερο καπετάνιο- μονολογεί- για βλέπω πως σ’ άναψε το καντήλι πριν από μένα!
Μη στενοχωριέσαι όμως, στο γιόμα του φεγγαριού θα ξαναπιάσει η φρεγάτα σιμά και θα ‘ρθω πιο γρήγορα να σε χαιρετήσω.
Ο καπιτάν Αντρέ έμαθε κι αυτός πως είμαι Ρωμηός φραγκεμένος και δε μου χαλάει χατίρι σαν είναι για σένα!
Αυτά είπε κι ύστερα έφυγε βιαστικά κατά κει που ήρθε, την ακτή.

Το γιόμα του φεγγαριού ήρθε μαζί με την άνοιξη κι ο φράγκος ξανάπιασε με βάρκα την ακτή για να πισκεφτεί το μνήμα.
Ήτανε πόλεμος και σιμά στον κάμπο και στο βουνό ρωμηοί και τούρκοι στρατοπεδεμένοι εκάνανε τις νυχτερινές αβαρείες των αρμάτων.
Στη φεγγαράδα όμως, ακόμη δυο μουσαφίρηδες ροβόλαγαν για το μνήμα του καπετάνιου χωρίς να λογιάζουν ούτε μεταξύ τους, ούτε και πως κάποιος άλλος τράβαγε κατά κει.
Ο ένας ήταν ο κλέφτης Κωσταντής που ο φράγκος τον λόγιασε για μπιστικό του καπετάν Δημάκη κι ο άλλος … Ο άλλος ήτανε ξένος δυο φορές γιατί κι η όψη του και τ’ άρματά του σκιάζανε και τα θεριά της νύχτας.
Κοντοσιμώνει ο Κωσταντής και σκύβει στο καντήλι την ώρα που φτάνει ο Φράγκος και θωρώντας τον του φωνάζει χαμηλά και θαρετά : - μη σκιάζεσαι και κράτα τ’άρματα ήρθα να προσκυνήσω τον τάφο του πατέρα μου κι απ’ ότι ματαβλέπω  είσαι μπιστικός του θαρρώ κι ανάβεις του το καντήλι.
Σάστισε πιότερο ο Κωσταντής και με το χέρι στη λαβή του σπαθιού του του αντιλέει : 
- Τι κραίνεις μωρέ? Ο καπετάν Δημάκης είναι δω και γιό δεν έχει πιο από μένα!

Κοντοστέκεται αποσβλωμένος ο φράγκος και πριν προλάβει ν’ απαντήσει ακούγεται το θεριό που κατέφτασε τρίτος και τους θωρεί απά στο μνήμα :
 - Πίσω ορέ γκιαούρηδες από το μνήμα του καπετάνιου, σκούζει κι ορμάει καταπάνω τους με τραβηγμένο το γιαταγάνι.
Τραβάνε τα σπαθιά και τρία θεριά αντιπαλεύουν απά στο μνήμα του Δημάκη. Βαρεί ο γενίτσαρος κατά το Φράγκο και τονε παίρνει ξυστά στον ώμο ρίχνοντας το σπαθί απ’ το χέρι του. Ορμάει να τον αποτελειώσει και μπαίνει μπρός στο γιαταγάνι του το σπαθί του Κωσταντή αντιγυρίζοντάς τον πίσω με περίσσια δύναμη. Στέκουν στο κουρνιαχτό τα δυό θεριά με το Φράγκο πληγωμένο κατάχαμα και λαχανιάζοντας τούρκος και ρωμηός ψάχνουν να βρουν που θα βαρέσουν. 
- Ποιος είσαι ορέ γκιαούρη? σκούζει ο γενίτσαρος, τι θέλεις στο μνήμα του πατέρα μου?
- Εδώ χαμαί είν’ ο Δημάκης σκύλε και γω είμαι ο γιός του ο Κωσταντής, ο κλέφτης που θα σου πάρει το κεφάλι!
Τινάζεται πίσω ο αγαρηνός και το γιαταγάνι του γέρνει θαρρείς απορημένο…
- Τι λες ορέ ? γιός του Δημάκη? γιός του Δημάκη είσαι σύ?
Και πέφτοντας στο ένα γόνατο τραβάει από το στήθος του φυλαχτό ένα μικρό σταυρό και τον απλώνει κατά τον Κωσταντή.
- Δες ορέ, αυτό είναι απ’ τη μάνα μου την Ασήμω, αν είσαι της Ασήμως πες μου αν ζει για απόθανε κι ύστερα σκότωσέ με.
Άξαφνα βάρυνε το σπαθί του Κωσταντή που σιμώνει πέφτοντας κι αυτός στα γόνατα πιάνει το χέρι του γενίτσαρου με το σταυρό, αμίλητος, ώσπου κατάφερε ν’ απλογηθεί:
- Αδερφέ! Αδερφός μου είσαι στ’ αλήθεια μωρέ κι αυτός ο φράγκος που πήγες να χαλάσεις, αδέρφι είπε πως είναι.
Κοντοσηκώθηκε κι ο φράγκος σα χαμένος κι είπε μόνο πως τονε λέγανε Σίμο. Δε μπόργιε να πει τίποτ’ άλλο.
- Εγώ είμαι ο Γιάνναρος απάντησε ο γενίτσαρος κι όταν με πήραν στην τουρκιά αδέρφι άλλο δεν είχα.Τώρα που έσωσα να προσκυνήσω το γεροκαπετάνιο βρήκα το Σίμο και τον Κωσταντή. Τ’ ακούς γέροντα? Αδέρφια βρήκα καπετάν Δημάκη!Αδέρφια!

Αφού συχάσανε, μουλωχτά στο σκοτάδι τους τράβηξε ο Κωσταντής κατά το φτωχικό της Ασήμως.
Η γερόντισα είχε αποβραδίς σηκωθεί να κοιτάξει το καντήλι της Παναγιάς γιατί ‘δε όνειρο σημαδιακό και σκιάχτηκε η έρμη.
Σταυροκοπιέται και λέει : - Μεγαλόχαρη κάμε μη ροβολήσει απ΄το βουνό  ο Κωσταντής μονάχος και τονε δουν οχτροί στο φεγγαρόγιομο.
Και τ’ άλλα ωιμέ, τ' άλλα  ζουν γι απόθαναν, όπου κι αν ειν’ οι δρόμοι τους φύλαχτα παναγιά μου!  
Εκείνη την ώρα ακούει το χτύπο τρεις φορές στο παραθύρι κι αναθάρρησε.Ανοίγει τη χαμόπορτα να μπει ο Κωσταντής της και βλέπει μαζί του το φράγκο και τον αγαρηνό και χλώμιασε πισοπατώντας.
- Μη φοβάσαι κυρά Ασήμω της κράζει ο Κωσταντής, αυτά είναι τ’ αδέρφια που δε μου φανέρωσες κι η ψυχή του καπετάνιου μας αντάμωσε απά στο μνήμα του προσκυνητάδες!

Λίγωσε η καπετάνισα και μια ψαχουλεύοντας τα πρόσωπα και μια κρατώντας τους στην αγκαλιά της δόξαζε την Παναγιά που της έστερξε αναπάντεχο το όνειρο αποβραδίς λογιάζοντας πως είναι έτοιμη κι ευχαριστημένη πλέον ν’αποθάνει.
- Μα σεις βιαστείτε ομπρός παιδιά μου πριν χαράξει, τους φωνάζει με αναφιλητά. Τραβάτε στα λημέρια σας κι αποτραβάτε τ’ άρματα στο χαλασμό της μέρας. Για σαν εσάς αδέρφια πιότερα σκοτώνονται στη Χώρα.

Τρεις δρόμους τράβηξαν τα καπετανόπουλα κι ορκίστηκαν σε κάθε γιόμα να βλέπονται, ώσπου να δώσει ο Θεός να πάψει ο χαλασμός της Ρωμηοσύνης …   


Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Καραϊσκάκης - ο γιός της Καλογριάς



[ Το βουνό χρυσή σκάλα, κλέφτες και κουρσάροι το κατεβαίνανε
και σ’ όλους αυτούς μέσα ποιος?
Ένας ξεχώριζε, του Γένους το καμάρι
Της καλογριάς ο γιος! ]...

έγραφε ο μεγάλος του έθνους ποιητής Κωστής Παλαμάς αρχίζοντας - μα μην τελειώνοντας ποτέ δυστυχώς - το ισοομηρικό έπος που ήθελε να αφιερώσει στον ''Αχιλλέα του 1821'' όπως ονόμαζε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, τον ήρωα που συνέθετε τον άγγελο και το δαίμονα, τον Φάουστ και τον Μεφιστοφελή…

Γιος του καπετάνιου Ίσκου και της καλογριάς (νεωκόρου) Ζωής που από μικρός ήτανε ο καταδιωγμένος ''μούλος'', ο ''μπάσταρδος'' που ξεκινώντας απ’ τα 15 του έστησε δικό του κλέφτικο με έδρα μια σπηλιά όπως αυτή που γεννήθηκε για να επιβιώσει, περνώντας στη συνέχεια στα σώματα του Κατσαντώνη και του Αλήπασα, μέχρι εν μέσω κακουχιών και ασθενειών - απ’ αυτές τις κακουχίες που τον κατάτρεχαν - να ανδρωθεί τόσο, ώστε να έχει το δικό του καπετανάτο στην επαναστατημένη Ρούμελη του 1821.

Ήταν ο ανένταχτος καπετάνιος που δεν ήθελαν στις τάξεις τους οι άλλοι καπεταναίοι, γιατί ‘ταν μούλος και ιδιόρρυθμος, μα ούτε και η επαίσχυντη Φαναριωτο-Υδρέϊκη κυβέρνηση που προκάλεσε τον εμφύλιο του 1824 και τον κυνήγησαν αμφότεροι και τον δίκασαν, όπως βέβαια και τους άλλους αγωνιστές της Εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης του γένους…
Μέχρι να μυηθεί στα της Φιλικής Εταιρείας στα Εφτάνησα όπου πήγαινε να καταπολεμήσει το χτικιό (φυματίωση) που τον ταλαιπωρούσε, ήταν καπετάνιος που ανεβοκατέβαινε με το ασκέρι του την Πίνδο και τα Άγραφα κυνηγημένος και πολεμώντας πάντα με όλους : Τούρκους και καπεταναίους της Φαναριώτικης Κυβέρνησης.

Τον Ιούλιο του 1823 του γράφει ο Μαχμούτ πασάς της Σκόδρας να προσκυνήσει αυτόν και το Σουλτάνο και να παραταχτεί μαζί του. Του απαντάει ο Καραϊσκάκης : ''Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω κι εγώ πασά μου. Έ λοιπόν ρώτησα τον πούντζον μου τον ίδιον, κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω, κι αν έρθεις καταπάνω μου ευθύς να πολεμήσω''
Αυτό το αθυρόστομο χαρακτηριστικό του καπετάνιου, ήταν η έκφραση της συνολικά επαναστατημένης προσωπικότητας, που σε αντίθεση με τους προσκυνημένους και τους οσφυοκάμπτες του σήμερα, της εποχής μας, εποχής της επανάστασης των σαλονιών, αποτελεί πρότυπο Ηγέτη που θα ‘πρεπε να γνωρίζουν οι Έλληνες. Ηγέτη που να θεωρεί τον ''πούτζον του'' σημαντικότερο από την πολλάκις εμετική ''πολιτική ορθότητα''...

Η φαναριώτικη κυβέρνηση του Μαυροκορδάτου, Κωλέττη και Κουντουριώτη πέραν των επιδρομών που οργάνωσαν με μισθοφορικά σώματα στο Μωρηά πληρωμένα από τα πρώτα δάνεια της Αγγλίας που χρησίμευσαν σε εμφύλιο πόλεμο και όχι στον Αγώνα, για να εξοντώσει τον πληθυσμό στρατολόγησης των σωμάτων του Κολοκοτρώνη και του Νικηταρά, αφού δεν τα κατάφερε προσπαθούσε να φέρει σε απευθείας ρήξη και αλληλοσπαραγμό τους Κολοκοτρώνη και Καραΐσκάκη... Αυτού του αδιαμφισβήτητου καπετάνιου της Ρούμελης, στου οποίου στα μεγαλύτερα στρατιωτικά του κατορθώματα συγκαταλέγονται ο αντιπερισπασμός που έκανε στο επί ένα χρόνο πολιορκούμενο Μεσολόγγι βοηθώντας τελικά 1000 πολιορκημένους να επιζήσουν από την ηρωική Έξοδο. Λίγο μετά στη μάχη της Αράχοβας εξολοθρεύει τα 7/8 του στρατού του Μουσταφά χτίζοντας πυραμίδα με 1.500 κεφάλια Τούρκων σε απάντηση για τα 3.000 κεφάλια Ελλήνων που έστησαν οι Τούρκοι στα τείχη του Μεσολογγίου και στη συνέχεια στη μάχη του Διστόμου εξολοθρεύει με απώλειες 40/1 άλλη τούρκικη στρατιά...

Ο Κιουταχής κι ο Ιμπραήμ όμως με τις πολυάριθμες στρατιές τους σε Ρούμελη και Μωρηά αντίστοιχα, παρέμεναν κίνδυνος για τον Αγώνα και ο Καραϊσκάκης αποφασιστικά κατέβηκε στο Ανάπλι για να δει πως θα συστρατευθεί Ρούμελη και Μοριάς, παρά τις προσπάθειες των κυβερνητικών για διχασμό των αρχιστράτηγων που είπαμε παραπάνω. Είχε ήδη στείλει μια ''γραφή'' στον Κολοκοτρώνη κι αυτός όταν πήρε τη γραφή του μηνά πως τον καρτεράει στο λημέρι του. Μαζί με Σουλιώτες καπεταναίους σπεύδει ο καπετάνιος της Ρούμελης, ο γιός της καλογριάς να συναπαντήσει το Γέρο του Μωρηά...
Αναστενάζει βαριά ο Γέρος στο συναπάντημα και του λέγει : ''Είμαστε για κλάματα μπροστά στα τόσα δεινά της πατρίδας ωρέ Καραισκάκη, πάμε να κουβεντιάσουμε, να τα σιάξουμε τα πράματα'' και μπαίνουν σ’ ένα άδειο κτίριο για το ''στρατηγείο'' τους.
''Με συμβουλεύανε να φέρω τα ρουμελιώτικα ασκέρια, - του ξομολογιέται ο Καραϊσκάκης -, να ρημάξουμε το Μωρηά. Αν ακούσεις από κανέναν τίποτα μη βάλεις βάση σε τέτοια κεραταριά! Μονάχα αν ενωθούμε σώνεται η πατρίδα!''...
''Το ξέρω ωρέ, - του απαντάει ο Γέρος - και μόνο εσύ μπορείς να σηκώσεις στ’ άρματα τη Ρούμελη και θα σε συδράμω για το σκοπό αυτό με το Γενναίο μου και το Νικήτα…''
Αυτό ήταν. Λιτά, ξάστερα κι αντρίκια. Τινάζονται πάνω ο Μοριάς και η Ρούμελη, αγκαλιάζονται, φιλιώνται αδερφικά κι ορκίζονται να ‘ναι για πάντα ενωμένοι !
Αυτή η συνάντηση έκρινε και το αποτέλεσμα του στρατιωτικού μέρους του Αγώνα, καταστρέφοντας τα χθόνια σχέδια των Φαναριωτών και των κοτσαμπάσηδων για φόρου υποτέλεια σε αυτούς και την Οθωμανική Πύλη μιας ημιαυτόνομης μικρής Ελλάδας...

Εκεί στο Ανάπλι και αναγκαστικά ο Καραϊσκάκης χρίζεται αρχιστράτηγος της Ρούμελης από τον εχθρό του τον Ζαΐμη της κυβέρνησης και λύνονται τα χέρια του για τον ξεσηκωμό και την επανελευθέρωση της Ρούμελης.
Ο Κωλέττης του συστήνει ένα γραφιά τον Παναγιώτη Σούτσο, να τον πάρει λέει αν θέλει μαζί του να γράφει την ιστορία του. Ενθουσιάζεται ο Καραϊσκάκης γυρίζει και του λέει: ''Έλα σιμά ωρέ, πάω να λευτερώσω την Αθήνα. Να ‘σαι σιμά, εγώ θα πολεμώ κι εσύ θα γράφεις!'' Ήταν ο πρώτος που στο ασκέρι του ως απόλεμος δεν του φόρεσε στο κεφάλι ''το βρακί της Κατερίνας''. Το περίφημο βρακί της Κατερίνας το φορούσε σε όποιον δείλιαζε ή ντρόπιαζε τ’ άρματα και ήταν ο φοβερότερος διασυρμός στη Ρούμελη. 

Αυτός ήταν ο απρόβλεπτος διαβολοκαπετάνιος, που όταν νωρίτερα τον δίκαζαν με στημένες συκοφαντίες, κάποιος τον έκρινε και για το χαρακτήρα του. ''Έτσι είναι το χούι μου να βρίζω'' απάντησε και όταν ο προεστός τον κατέκρινε για αυτό ως μεγάλο άνθρωπο κοντά στα πενήντα και να βρίζει, του λέει: ''Κι εσύ γέρο-Πάνο είσαι ογδόντα χρονώ μα θαρρώ το χούι να γαμάς δεν το ‘κοψες'' και το ακροατήριο λύθηκε στα γέλια συμπαθώντας τον και αφήνοντάς τον εντέλει ελεύθερο.

Άλλοτε πάλι αναρρώνοντας κοντά σ’ ένα μοναστήρι στην Κεφαλλονιά απ’ το χτικιό του, κι ενώ ο πόλεμος βάσταγε στο καπετανιλίκι του, πείστηκε από ένα καλόγερο να κάνει τάμα στην Παναγιά το μοναδικό που είχε μαζί του, έναν γάιδαρο φορτωμένο με ψευτογιατρικά κι εφόδια. Τη μέρα που έγιανε παραδίνοντας το γάιδαρο στο μοναστήρι λέει : ''Αμ δεν τόλεγες Μαυρομάτα (Παναγιά) τόσο καιρό πως θέλεις το γάιδαρο κι έχασα τόσες μέρες πόλεμο….''

Αρχιστράτηγος λοιπόν της Ρούμελης έπρεπε να κομίσει στράτευμα στην πολιορκούμενη από τον Κιουταχή Αθήνα, που την υπερασπιζόταν ο Γκούρας και την γλίτωνε ο άγνωστος λαγουμιντζής Χορμοβίτης που έβγαζε άχρηστα τα λαγούμια των οθωμανών σώζοντας μόνος του την Ακρόπολη από ανατίναξη και μένοντας στους ανώνυμους δυστυχώς και της σημερινής ιστορίας. Σκοτώνεται ο Γκούρας και υπό την πίεση του χρόνου ο γραμματικός του Γκούρα που ο Καραισκάκης τον έλεγε Μετερνίχο, του στέλνει γραφή με τη βούλα του Γκούρα (τα είχε προυπογράψει) να βιαστεί σε βοήθεια. Βλέποντας τη βούλα ο Καραισκάκης λέει : ''που το ‘ξερα εγώ ο έρμος πως ο Μετερνίχος έμαθε το Γκούρα τόσα γράμματα που να γράφει και πεθαμένος!''
Με πάνοπλο το ασκέρι δυο χιλιάδων παλικαριών της Ρούμελης νυχθημερόν ασταμάτητα και μέσα από βουνοκορφές έφτασε στο Κερατσίνι σε δυο μερόνυχτα, γεγονός που μόνο του αποτελεί άθλο! Οι συμπολεμιστές του τον είχαν για ζαβό (τρελό) μα τον ακολουθούσαν τυφλά γιατί μόνο στο άκουσμα πως πλησιάζει ο Καραϊσκάκης, ο εχθρός μαζευότανε και υποχωρούσε...

Στρατοπεδεμένος στο Κερατσίνι μαζί με το στρατό του Νικηταρά, πηγαίνει καλεσμένος στη γαλλική ναυαρχίδα του Δεριγνύ που είχε κανονιστεί εν αγνοία του να δει τον Κιουταχή και να έρθουν σε συμφωνία. Όταν ανέβηκε στο πλοίο η ομοβροντία του τιμητικού κανονιοβολισμού τον έκανε να τιναχτεί και ο Δεριγνύ τον πείραξε λέγοντας : ''Φοβήθηκες?'' Ο Καραϊσκάκης του το κράταγε και την επομένη που ο Δεριγνύ φτάνει καλεσμένος στη σκηνή του Καραϊσκάκη, ένας υπασπιστής του φέρνει μπροστά εκεί που κάθονταν ένα ...βαρέλι μπαρούτης με αναμμένο φυτίλι για ν’ ανάψει ο μουσαφίρης τον καπνό του. Έντρομος ο Δεριγνύ πετάγεται πάνω και του λέει : ''Είσαι τρελός? Θα μας ανατινάξεις όλους?'' Κι ο Καραισκάκης σβήνοντας το φυτίλι με το χέρι του λέει :'' Φοβήθηκες καπετάνιο? '' παίρνοντας το αίμα του πίσω...

21 Απρίλη του 1827 και ο Καραισκάκης έχει βγει για επιθεώρηση χώρου προετοιμαζόμενος για την μεγάλη επίθεση της 23 Απριλίου κατά του Κιουταχή απ' τη μεριά του Ελαιώνα. Σε μια παρενόχληση του τουρκικού ιππικού στο Φάληρο επιτίθεται με τους λίγους άντρες του και τους τρέπει σε φυγή. Δέχεται όμως πισώπλατα το βόλι από μισθοφόρο που εντεταλμένα ακολουθούσε το ασκέρι του... Μεταφέρεται τραυματισμένος σε γαλλική φρεγάτα λέγοντας :''Πέστε στον πούστη και τους δικούς του να εύχονται να πεθάνω, γιατί άμα ζήσω θα τους γαμήσω!'' Γνωρίζοντας προφανώς τον εκτελεστή του και τους Φαναριώτες που ήταν πίσω του και το εκμυστηρεύτηκε πριν ξεψυχήσει στην απαρηγόρητη σύντροφο, ερωμένη, νοσοκόμα μα και σωματοφύλακά του μια τουρκαναθρεμένη χανούμισσα που τον ακολουθούσε παντού ντυμένη σαν άντρας γενίτσαρος...

23 Απρίλη του 1827, ο γιός της καλογριάς, άφησε την ψυχή του ν’ ανέβει στο Πάνθεο των ελλήνων Ηρώων, σκοτωμένος άνανδρα από συμμαχικό βόλι...
Η κατάπτυστη κυβέρνηση πλέον και οι ραδιούργοι σύμμαχοι (Κόχραν και Τσόρτς) είχαν ευκολότερη δουλειά, αφού ο Νικηταράς έμεινε μόνος του και ο στρατός του Καραΐσκάκη θα οδηγούνταν σε στημένη πανωλεθρία. Την επομένη κιόλας που ξημέρωσε 24 Απρίλη του 1827 και δυο χιλιάδες Σουλιώτες του Μπότσαρη και Κρητικοί οδηγούνται με το λαθεμένο στρατηγικά σχέδιο των Κόχραν και Τσόρτς στον κάμπο του Φαλήρου, οχυρωμένοι σε όρυγμα να αποκρούσουν επίθεση του ιππικού του Κιουταχή. Το σχέδιο μάχης έλεγε πως κατά την εμπλοκή εφεδρείες θα επιτίθονταν στα πλαϊνά των Τούρκων, κάτι που δεν έγινε ποτέ... Παράλληλα τα καριοφίλια των αμυνόμενων δεν λειτουργούν, γιατί από την προηγουμένη το μπαρούτι που τους έστειλε ''δώρο'' τάχα ο γαλλικός στόλος ήταν σκόπιμα σκάρτο κι ο Κιουταχής προφανώς το γνώριζε...
Οι Μπότσαρης και Τζαβέλας, ήρωες του Σουλίου και του Μεσολογγίου, αφού κατάλαβαν τη μπαμπεσιά διατάζουν να σύρουν οι άντρες τους τα σπαθιά και με αυτά στάθηκαν μπροστά στο ιππικό του Κιουταχή πολεμώντας και πέφτοντας μέχρι ενός...
Ήταν η πανωλεθρία του Ανάλατου... Μια πανωλεθρία που ακολούθησε τον χαμό του Καραισκάκη, ο οποίος πολέμησε εν μέσω Τούρκων και Ελλήνων κυβερνητικών διωγμένος και κατατρεγμένος πάντα και παντού από όταν γεννήθηκε, φτάνοντας να γίνει ο αρχιστράτηγος εκφραστής της εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης στη Ρούμελη, κόντρα στα σχέδια και τα συμφέροντα της συστημικής εξουσίας της.

Ένας μόνο, του στάθηκε σταθερός φίλος και σύμμαχος και μάλιστα τον γλίτωσε κάποιο χειμώνα που το ασκέρι του είχε περικυκλωθεί από Τούρκους κι Έλληνες στο μέσο μιας χιονοθύελλας στον Παρνασσό... Ο Αντρέας Ίσκος, ο από άλλη μάνα ...αδερφός του, που είχε αναλάβει το καπετανάτο του Δημήτρη Ίσκου, του πατέρα του Καραϊσκάκη, που ποτέ δεν έμαθε ποιος ήταν, αλλά και τα παιδιά του ποτέ δεν έμαθαν πως ήταν αδέρφια, παρότι αδερφοί και σύμμαχοι στον πόλεμο μέχρι τέλους...

Είναι η τραγική αποκορύφωση της ιστορίας ενός κατατρεγμένου ήρωα, που μετέτρεψε τον αρνητισμό της ζωής σε εθνικοαπελευθερωτικό άθλο, διδάσκοντας εμάς τους σημερινούς επαναστάτες του καναπέ, πως η ελευθερία απαιτεί ενίοτε να ακολουθούμε τον ''πούτζον'' μας περιφρονώντας την ''πολιτική ορθότητα''….