Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Μάνη(α) Γη - η ιερουργία του Ήρωα




Ν’ αρνιέσαι, να θέλεις και να πολεμάς γι αυτό, να μη βολεύεσαι στο καλό
μα να ζητάς το καλύτερο, σκεφτότανε.
Σκεφτότανε, πλανώντας τη ματιά έξω απ’ το παραθύρι στο βαθύ χειμωνιάτικο σκοτάδι 
ως κάτω στο αστραπόφεγγο της θάλασσας.


Έβρεχε πάλι απόψε στη Μάνη(α) Γη.
Χιλιάδες σταγόνες στο τζάμι και πίσω τους υγρό σκοτάδι.
Έβγαλε ένα τσιγάρο ακόμη κι αγρίκησε το σκούντημα του διπλανού του :
- Πιες μωρέ, τι σκέφτεσαι?
Τι Κυριακή πρωί, τι Σαββάτο βράδυ!
Και το δυνατό κι αρχέγονο γέλιο του Ρωμιού έσκιζε το χωροχρόνο 
και ξόρκιζε το θάνατο τόσο απλά, τόσο ελληνότροπα, 
βγαλμένο από χιλιάδες φωνές προγόνων
που το μόνο που νοιάζονταν κάποτε 
ήταν να περάσουν λουσμένοι κι όμορφοι απέναντι...

Σύχασε πάλι ο Ρωμιός κι η μουσική κι ο ζεμπέκικος του μικρού με τα μαύρα,
που μια γονάτιζε στη γη, την άλλη πεταγότανε ψηλά, την άλλη παραπάταγε
σαν αϊτός πληγωμένος που πάσχιζε θαρρείς να πετάξει,
απόμεινε κεντρική σκηνή μιας ξεχασμένης μα γνώριμης τραγωδίας...
Κι η ομήγυρη σα θέατρο παλιό μαρμαρωμένο θαρρείς
θάμαζε αυτή τη μουσική μέθεξη ψυχών με τον πιο καλύτερο
και συνάμα τον πιο έλληνα και πολύμορφο θεό, τον Απόλλωνα...
- Θεοί! κραυγάζει βουβά η ψυχή 
- Θεοί των ελλήνων που είστε?
Χιλιάδες ψυχών αγναντεύουνε στα πέλαγα τον ερχομό σας...

Μακριά στα πέλαγα και βαθιά στις καρδιές τους...
Κι αποκρινότανε λες ο Φοίβος και ακίνητη συχασμένη κι αποκαμένη πια η ομήγυρη βουβή με μακρινή και σκοτεινή και πλανημένη ματιά στο χώρο,
 σαν να τον άκουγε να λέει:
 ΟΠΟΛΛΩΝΟΥΠΑΝΤΙΦΑΕΙΝΕΤΑΙΑΛΛΟΤΙΣΕΣΘΛΟΣ
[Ο Απόλλωνας δε φαίνεται σε όλους παρά μόνον στους δυνατούς]

Και καρδάμωνε η ψυχή και τα φρένα του μυαλού γιόμιζαν δύναμη για τούτη τη νύχτα 
και για την αυριανή μέρα που θα συνεχιζότανε ο αγώνας της ζωής 
αντάμα με το φωτεινό δαίμονα της φυλής, που και σε τούτα τα σκοτάδια 
του χρόνου της ιστορίας, μας φωτίζει με μονοπάτια δύναμης και χαράς και αγαλλίασης, αλλιώτικης από τις συνήθειες του άτεχνα πολιτισμένου κόσμου εκεί έξω…

Στο ρωμέικο και στο μανιάτικο, στο κρητικό και στο μακεδονίτικο, 
στο ηπειρωτικό και στο θρακιώτικο, 
στο ιόνιο και στο αιγαιοπελαγίτικο γλέντι κούρνιαζε ο θεός 
και κρυφογέλαγε αναγνωρίζοντας τα παιδιά του που δε γονάτισαν 
στο μίσος της μαυρίλας που διάβηκε τη Γη σπέρνοντας δυστυχία και θάνατο…

Ήμασταν λίγοι σ’ όλο το διάβα της ιστορίας
Λίγοι και μόνοι σταθήκαμε απέναντι σε στρατιές
Ήμασταν λίγοι και στον αναπαμό μας σκορπίσαμε στις εφτά θάλασσες
Είμαστε λίγοι μα θα τις ξαναδιαβούμε
Με λόγια πυρωμένα στο διάβα μας γιομάτα έρωτα και πόλεμο
θα ξυπνήσουμε και πάλι τον άνθρωπο και θα ομορφύνουμε αντάμα τον κόσμο
Μ’ απόψε σε κύκλους φωτιάς χορεύουμε στο λυκόφως των κολασμένων ψυχών
με μέτρο ελληνικό κι ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο
ταγμένοι στην τόλμη της σκέψης ακόμη, βάφτισμα στη φωτιά της
Αύριο μένει να συνταχθούμε σε Θερμοπύλες...
Με το ‘να χέρι τ’ αριστερό ψηλά χαιρετώντας σε Φοίβε ανέσπερε
Φως ορκισμένο στο Φως
Και τ΄ άλλο χέρι το δεξί ψηλά κρατώντας το σπαθί της Απόφασης
για νίκη του έλληνα ανθρώπου κόντρα στην Ύβρη των καιρών

Αύριο 
μένει να συνταχθούμε σε πεδία
Αύριο θα είναι Ημέρα

Καιροί ανήσυχοι, μην αγρικάς μα σκέψου
 πως όπως κάποτε έτσι και τώρα
το επιβάλλουν οι καιροί το προσκλητήριο στη Μόρα
''Ω νέοι, ω πρωτοξύπνητοι, χαρές στο φως τ’ Απρίλη..'' κράζει ακόμη ο ποιητής
κι ακόμη μας καλεί λάκωνες των καιρών να συνταχτούμε
 φορώντας γενιάς απομεινάρι φυλαχτό, μαύρο πανί σφιχτοδεμένο 
να μη σαλέψουν τα φρένα του μυαλού στην παραζάλη τ’ ολέθρου

Όντας Γενιά του Διγενή κι εμείς να προκαλέσουμε πάλι
το Χάρο και τη Νύχτα σε μαρμαρένια αλώνια
Τραγουδώντας αντρίκια με μανιάτικο και ριζίτικο ρυθμό το χαμό μας
Για να διαβεί η Γενιά
Να βρει το Φως
Στο λυκαυγές της καινούργιας Ημέρας

Διαβαίνουμε τον απόλεμο καιρό της μεγάλης Σιγής
Και θαρρούν οι βάρβαροι των καιρών πως κιότεψε και κοιμήθηκε πια ο έλληνας 
 στη νάρκη της απόλεμης ειρήνης και της επιβεβλημένης ησυχίας
Κι η Μάνα Γη ρυτιδιασμένη θαρρείς στο πέρασμα του χρόνου κι ανήσυχη
πασχίζει καιρούς να φέρει στην επιφάνειά της την Άνοιξη
κρατώντας το χέρι της ανώνυμης κόρης της μέσα απ’ τα μονοπάτια του Άδη
και τώρα να μαζί της
Κραυγή Ηρώων θεικιά κι ανθρώπινη ανασύρεται τρομερή κι ανείπωτη

Ξυπνήσανε οι έλληνες θεοί στη μάνητα και την ανυπομονησία της ηρωικής Κραυγής των καιρών και σπουδάζουν να πάρουνε θέση στ' ανθρώπινα τα παραμελημένα.
Και πριν ξυπνήσουν οι άνθρωποι, ωρυγές, λύκοι τράπηκαν σε φυγή 
κι αλιαετοί  σηκώθηκαν απ τις κορφές να αγναντέψουνε το θάμα.

Ένας στον ουρανό τράβηξε ίσια για την καρδιά του ήλιου και κάηκε, 
άλλος είδε το μουντό γαλάζιο της θάλασσας και βούτηξε να χαθεί λογιάζοντας πως χάθηκε το ξάστερο κι ο τρίτος είδε στρατούς να σφάζονται στη γη μ’ οχλοβοή κι αντάρα.

Αλιαετός ατός του μα πέταξε χαμηλά
κι ανάμεσά τους εκεί μπροστά που ξεχώριζε μόνος κι άφοβος ο ήρωας,
την ώρα που έπεφτε κραυγάζοντας για λευτεριά,
τον άρπαξε, τον σήκωσε ψηλά στους αιθέρες, στα δώματα του ολύμπου,
 εκεί που του ταίριαζε η αθανασία..
Έπεσε ο ήρωας και σώθηκε η γενιά...





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου